- σύγκολλα
- σύγκολλοςglued togetherneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκολλᾷ — συγκολλάω glue pres subj mp 2nd sg συγκολλάω glue pres ind mp 2nd sg (epic) συγκολλάω glue pres subj act 3rd sg συγκολλάω glue pres ind act 3rd sg (epic) συγκολλάω glue pres subj mp 2nd sg συγκολλάω glue pres ind mp 2nd sg (epic) συγκολλάω glue… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκολλᾶν — συγκολλάω glue pres part act masc voc sg (doric aeolic) συγκολλάω glue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) συγκολλάω glue pres part act masc nom sg (doric aeolic) συγκολλᾶ̱ν , συγκολλάω glue pres inf act (epic doric) συγκολλάω glue… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… … Dictionary of Greek
εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
σύγκολλος — ον, Α 1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα σύμφωνα με κάτι άλλο. επίρρ... συγκόλλως Α 1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά 2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» συμφωνώ, συναινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολλος (< κόλλα),… … Dictionary of Greek
ψηφοδέτης — ὁ, Α αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
ψυχροσυγκολλητίνη — η, Ν ιατρ. αυτοαντίσωμα, συγκολλητίνη που εμφανίζεται στον οργανισμό κατά τη διάρκεια ιώσεων, συνήθως άτυπων πνευμονιών, και συγκολλά τα ερυθρά αιμοσφαίρια σε χαμηλή θερμοκρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cold agglutinin… … Dictionary of Greek
βουλκανιζατέρ — το (λ. γαλλ.) 1. συσκευή, η οποία συγκολλά και επιδιορθώνει τα λάστιχα των αυτοκινήτων. 2. το κατάστημα ή το εργαστήριο όπου επιδιορθώνονται τα λάστιχα των αυτοκινήτων: Πήγαμε το αυτοκίνητο σε βουλκανιζατέρ, γιατί τρύπησε το λάστιχό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)